εναντιολογία

εναντιολογία
η
1) возражение;

άφησε τίς εναντιολογίες — перестань мне противоречить;

χωρίς εναντιολογίες — без возражений, беспрекословно;

2) противоречие;

περιπίπτω εις εναντιολογίες — впасть в противоречие


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εναντιολογία" в других словарях:

  • ἐναντιολογία — ἐναντιολογίᾱ , ἐναντιολογία contradiction fem nom/voc/acc dual ἐναντιολογίᾱ , ἐναντιολογία contradiction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιολογίᾳ — ἐναντιολογίᾱͅ , ἐναντιολογία contradiction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναντιολογία — η (AM ἐναντιολογία) 1. αντιλογία, αντίρρηση, εναντίωση, ένσταση 2. αρχ. αντίφαση, το να λέει κανείς αντίθετα από όσα είχε πει προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • εναντιολογία — η 1. το να λέει κανείς τα αντίθετα, αντιλογία, εναντίωση. 2. αντίφαση, αντινομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναντιολογίας — ἐναντιολογίᾱς , ἐναντιολογία contradiction fem acc pl ἐναντιολογίᾱς , ἐναντιολογία contradiction fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιολογίαν — ἐναντιολογίᾱν , ἐναντιολογία contradiction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιολογιῶν — ἐναντιολογία contradiction fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιολογίαις — ἐναντιολογία contradiction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГАЛЕН —     ГАЛЕН (Γαληνός) из Пергама (129, Пергам ок. 210 н. э., Рим), греческий ученый, врач и философ.     Жизнь и сочинения. Благодаря своему отцу, архитектору Элию Никону, Г. получил всестороннее образование, с 14 лет начал изучать грамматику,… …   Античная философия

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • εναντιολογικός — ή, ό (AM ἐναντιολογικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εναντιολογία, αντιρρητικός, αντιλογικός, αντιφατικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»